Γιουγκοσλάβος

Γιουγκοσλάβος
αυτός που έχει τη γιουγκοσλάβικη εθνικότητα ή ιθαγένεια ή αυτός που κατάγεται από τη Γιουγκοσλαβία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Παύλος Καραγιόργεβιτς — Γιουγκοσλάβος πρίγκιπας, γεννημένος το 1893. Ήταν γιος του Αρσενίου K., του αδελφού του Πέτρου A’. Ανέλαβε την εξουσία ως αντιβασιλέας του Πέτρου B’ τον Οκτώβριο του 1934 με την υπόδειξη του Αλεξάνδρου A’. Υπέγραψε σύμφωνο φιλίας με τη Βουλγαρία… …   Dictionary of Greek

  • Σούμπασιτς, Ιβάν — Γιουγκοσλάβος πολιτικός (1892 1955). Σπούδασε νομικά και αρχικά άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Αναμείχτηκε στην πολιτική και έγινε ένας από τους ηγέτες του Αγροτικού Κόμματος της Κροατίας. Στο διάστημα από το 1939 έως το 1941 ήταν κυβερνήτης… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • Νοτιοσλάβος — ο, θηλ. α παλαιότερος όρος για το Γιουγκοσλάβος …   Dictionary of Greek

  • τιτοϊσμός — ο, Ν το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα που ίδρυσε καθώς και η πολιτική που εφάρμοσε ο Γιουγκοσλάβος πολιτικός Γιόσιπ Μπροζ Τίτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. titoism (< Τίτο + ισμός*)] …   Dictionary of Greek

  • φλογέρα — (Μουσ.). Πνευστό μουσικό όργανο, των βοσκών κυρίως, διαδεδομένο σε όλους τους λαούς από τα αρχαία χρόνια. Στην αρχαία Ελλάδα το συναντούμε ως αυλό, σε διάφορους τύπους και ονομασίες. Κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο αναφέρεται όπως και κατά την… …   Dictionary of Greek

  • Κροατία — I Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κροατίας Έκταση: 56.542 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.535.054 (2001) Πρωτεύουσα: Ζάγκρεμπ (691.724 κάτ. το 2001)Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΝΑ με τη Βοσνία Ερζεγοβίνη και το …   Dictionary of Greek

  • Πάσιτς, Νικόλαος — (Pasic, Nicola, Ζάγετσαρ 1845 – Βελιγράδι 1926). Γιουγκοσλάβος πολιτικός. Σπούδασε μηχανικός στη Ζυρίχη, όπου συνδέθηκε με τον Μπακούνιν, του οποίου δέχτηκε τις επαναστατικές ιδέες. Ξαναγυρίζοντας στην πατρίδα του το 1877, ίδρυσε την εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • Τίτο — (ψευδώνυμο του Γιόσιπ Μπροζ, Κούμροβετς, Ζάγκρεμπ 1892 – Βελιγράδι 1980). Γιουγκοσλάβος πολιτικός. Εργάτης μεταλλουργίας στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Ρώσους και μετά τον επαναπατρισμό του καταδικάστηκε το 1928 για… …   Dictionary of Greek

  • Φοριέλ, Κλοντ — (Fauriel, Σεντ Ετιέν 1772 – Παρίσι 1844). Γάλλος συγκριτικός φιλόλογος και κριτικός. Ήταν φίλος της Μαντάμ ντε Σταλ, που τον έφερε σε επαφή με τους Γερμανούς λόγιους και φιλόσοφους, όπως οι αδελφοί Σλέγκελ. Ο Σατοβριάνδος εκτιμούσε το πνεύμα του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”